κρούματα

κρούματα
κρού̱ματα , κροῦμα
beat
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρούμα — κροῡμα, τὸ (Α) [κρούω] 1. κρούση, χτύπημα 2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ. β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα»,… …   Dictionary of Greek

  • CRUMATA — apud Martialem, l. 6. Epigr. 71. v. 1. Edere lascivos ad Betica crumata gestus. Et Gaditanis ludere docta modis. Alii, Crusmata, Graece κρούματα, tympanorum sunt et cymbalorum pulsus, cum digitorum crepitu, cuiusmodi saltationes Hispanis hodieque …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”